- προκάμνω
- Α1. εργάζομαι, κοπιάζω εκ τών προτέρων2. κοπιάζω για να υπερασπιστώ κάποιον3. αποκάμνω («μὴ πρόκαμνε τόνδε βουκουλόμενος πόνον», Αισχύλ.)4. έχω προηγούμενη ασθένεια, πάσχω από κάτι εκ τών προτέρων5. στενοχωριέμαι εκ τών προτέρων για κάτι.[ΕΤΥΜΟΛ. < προ-* + κάμνω «μοχθώ, καταπονούμαι»].
Dictionary of Greek. 2013.